αγελαδοκομία

αγελαδοκομία
η [αγελαδοκόμος]
συστηματική εκτροφή και συντήρηση αγελάδων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αγελαδοκόμος — ο αυτός που εκτρέφει συστηματικά και συντηρεί αγελάδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγελάδα + κόμος < κομῶ (= περιποιούμαι). ΠΑΡ. αγελαδοκομία, αγελαδοκομικός] …   Dictionary of Greek

  • αγελαδοτροφία — η [αγελαδοτρόφος] η αγελαδοκομία* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”